παρακελευσμος

παρακελευσμος
    παρακελευσμός
     Thuc., Lys., Xen. = παρακέλευσις См. παρακελευσις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παρακελευσμος" в других словарях:

  • παρακελευσμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευσμός — ὁ, Α [παρακελεύομαι] παρακέλευσις*, παρακίνηση, προτροπή, παραίνεση …   Dictionary of Greek

  • παρακελευσμοί — παρακελευσμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευσμοῦ — παρακελευσμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευσμῷ — παρακελευσμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»